- σύνδερμον
- τὸ, Μκοινό δέρμα, δέρμα που ανήκει σε πολλούς ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ἄ-δερμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνδερμον — a common hide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)